χοροεσπερίδα

χοροεσπερίδα
η
χορευτική βραδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοροεσπερίδα — και χορεσπερίδα, η, Ν χορευτική βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + εσπερίδα «βραδινή συγκέντρωση». Η λ., στον λόγιο τ. χοροεσπερίς, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου, ενώ ο παλαιότ. τ. χορεσπερίς μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • κοτιγιόν — το 1. το σύνολο διαφόρων ευρωπαϊκών χορών και πρόσχαρων σκηνών που διεξάγονται στο τέλος μεγάλης χοροεσπερίδας 2. διάφορα αντικείμενα, ιδίως από χαρτί, που μοιράζονται σ αυτούς που μετέχουν στη χοροεσπερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cotillon < γαλλ …   Dictionary of Greek

  • μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… …   Dictionary of Greek

  • σουαρέ — το, και σουαρές, ο, Ν 1. βραδινή φιλική συγκέντρωση, εσπερίδα 2. φρ. «σουαρέ ντε γκαλά» μεγάλη χοροεσπερίδα, δεξίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soiree «βραδιά, δεξίωση» (< γαλλ. soir «βράδυ» < λατ. sero «αργά»)] …   Dictionary of Greek

  • χορεσπερίδα — η, Ν βλ. χοροεσπερίδα …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”